- ανεμογάμης
- ο1. αυτός που καυχιέται για φανταστικές ερωτικές επιτυχίες του2. κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι, που πετά με βίαιες ρυθμικές κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek